Φρουμάζω
Ξεφυσώ δυνατά με τα ρουθούνια (κυρίως για άλογα).
Από το μεσαιωνικό φριμάσσω, που προέρχεται από το αρχ. φριμάσσομαι (= φυσώ διά των μυκτήρων, ρουθουνίζω, χλιμιντρώ).
Σκύβαλα
Ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα (κυρίως των δημητριακών), απολέπισμα, τσόφλι. Με επέκταση σημασίας: σκουπίδι.
Μεταγενέστερο ουσ.: σκύβαλον = ρύπος, απόρριμμα.
Η παλαιότερα προτεινόμενη ετυμολογία της λέξης από τη φράση «ες κύνας βαλείν» (δηλ. αυτό που πετάμε στα σκυλιά) θεωρείται αβάσιμη.
Ρουπάκι
Θάμνος βελανιδιάς.
Η λέξη ανάγεται στο αρχ. ουσ. ρώπαξ (:ρώπαξ > μεσαιωνικό υποκοριστικό ρωπάκιον > ρωπάκι > ρουπάκι).
Ρώπαξ ή ρωπάς ή ρώψ (ομηρική λέξη) ονομάζεται τό μικρόν χαμόδενδρον, ο θάμνος, καθώς και η λεπτή βέργα.
Ποκάρι
Δέμα με μαλλί που προέρχεται από το κούρεμα του προβάτου.
Μεταγενέστερη λέξη (:ποκάριον), υποκοριστικό του ουσ. της αρχαίας ελληνικής πόκος (< αρχ. ρ. πέκω = κουρεύω). Αφαλαρίδα Αγριόχορτο με κίτρινα αγκάθια.Συνδέεται πιθανότατα με την αρχαία φάλαριν: είδος χόρτου ούτινος οι στάχεις εισίν όμοιοι τω λόφω (δηλ. με το λοφίο) της περικεφαλαίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου