Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Αυτές οι εποχές της παρακμής

Θωρώ στο «Γιουτούμπ» -τη μόνη μας δυνατότητα πλέον ν΄ ακούμε λαϊκά-αυτόν  τον μέγα Καζαντζίδη, να κρέμονται οι γύρω του από το μεγαλείο της ιδιοτροπίας του, περιμένοντας πότε θα σταματήσει τους ατελείωτους ναρκισσιστικούς αυτοσχεδιασμούς του στην κιθάρα και ν΄ απλώσει τη θεϊκή φωνή του και σκέφτομαι με το φτωχό μυαλό μου πως, όλες οι μεγαλοφυΐες αντιμετωπίζουνε τον χρόνο σαν ένα παιχνίδι με σπάγκους. Περιμένουμε εμείς μετά,  να μας ξανακάνουν παιδιά.
Παρεμπίπτον συμπέρασμα ότι οι υποταγμένες στους δανειστές πολιτικές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια (και με την ασυγχώρητη συνηγορία του ΣΥΡΙΖΑ για να΄ μαστε δίκαιοι)  γυρίσανε την Ελλάδα στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και δεν έχουμε ακόμα φωνές σαν και τη δική του, ή έναν Μητσάκη* ας υποθέσουμε,  να πούνε το «η Νύχτα είναι παγερή» και να τραγουδήσουνε τα πάθη μας και τα έπη των τωρινών παιδιών που ξενητεύονται ώστε, να φύγει αυτή η μελαγχολία και να μη λογαριάζει κανείς μεσ΄τον βραχνά εκείνη την ώρα, ότι δεν έχει τίποτε στον κόσμο.
Αυτό προσδοκούμε… Να βγούνε τώρα οι τεχνίτες της νέας γενιάς- και είναι παρήγορο ότι βγαίνουν!- να δυϊλήσουνε κάπως σοφότερα σαν τους παληούς μαστόρους, αυτήν τη νοσηρότητα όπου μερικά από τα καλύτερα παιδιά μας έχουνε πάρει τον ομματιών τους και να ξαναβρούμε λίγο από αυτό που χάσαμε για την ώρα. Μια Ελλάδα μετρημένη, στην κλίμακα  του λησμονημένου ήθους, αλλά, με πολλή επιείκεια και περισσότερο αξιοπρεπή, κι αυτή τη φορά ολότελα Δίκαιη γιατί, αλλοιώς αν δε ξεσηκωθούμε θα μας πάρει ξανά ο δριμύς αέρας και θ΄ ασπρίζουνε τα κόκαλά μας στις ξενητειές που έχουν οι ανθρώποι μέσα τους, υπό βροχήν.

*Σκέφτηκα τον ανεπανάληπτο Γιώργο Μητσάκη, επειδή (και το πιθανότερο βέβαια είναι να κάνω λάθος…) τον θεωρώ τον εισηγητή του Νεορεαλισμού- έστω κι αν ο ίδιος δεν το΄ ξερε και σίγουρα δεν το΄ ξερε- στην Ελλάδα. Ισάξιο του Κούνδουρου και του Κακογιάννη και του Τζαβέλλα ας πούμε. Είχανε οι Ιταλοί βγαίνοντας απ΄ τον πόλεμο τον Βιτόριο Ντε Σίκα και τον Ρομπέρτο Ροσελίνι και αργότερα τους αδερφούς Ταβιάνι που στρώσανε το έδαφος για την έλευση του μυθικού Φελίνι. Εμείς λοιπόν που πέσαμε στον αδελφοκτόνο Εμφύλιο είχαμε, μεταξύ άλλων, τον Μητσάκη και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γι΄ αυτόν. (Όποιος ακούσει σεβαστικά το άσμα «Το καπηλειό» και εισχωρήσει ευλαβικά και καθαρός σε αυτήν την ατμόσφαιρα μπορεί να καταλάβει…).

Γιατί σήκωσε τους ανθρώπους από την μελαγχολία και την απόγνωση των εμφύλιων παθών. Τους σήκωσε λέω από την κατάθλιψη και τους έδωσε δικαίωμα να υπάρχουν μέσα στα ασπρόμαυρα ράκη τους.  

Όπως και οι προαναφερθέντες σκηνοθέτες που σκιαγράφησαν ένα ήθος διαφορετικό από το κλάμα του Ξανθόπουλου- και δεν φταίει ο Ξανθόπουλος κι ούτε η Βούρτση. Αλλά, αυτούς επέβαλλε η τρέχουσα τότε και σκαιά και αποκρουστική δεξιά αισθητική. Συναισθηματική εκτόνωση με λαϊκό εισιτήριο. (Το συμπλήρωσε από τη μεριά της, όσο μπόρεσε και η καθημαγμένη επίσημη κομματική Αριστερά- στυλοβάτης και αυτή με τον τρόπο της του λαϊκισμού στη χώρα- αλλά και τότε ακριβώς πρωτοπόρησαν αγνοώντας την οι μεγάλοι καλλιτέχνες της, υπό συνθήκες ανυπόφορων και αμφίπλευρων διωγμών. Υπάρχουν υπόψιν, πολλοί Αριστεροί καλλιτέχνες που αντιμετώπισαν αυτήν την διπλή δίωξη, μεγαλουργώντας στην συμμετρική έρημο του στυγνού καθεστώτος και των σταλινικών προτύπων).

Παρεμπίπτον για την ερημιά μας

Γύρω στα 1977 έκανε στην πατρογονική Καστοριά την εμφάνισή της η Κινηματογραφική Λέσχη. Και χάρη σε αυτήν ξεστραβωθήκαμε κάποιοι από μας κι είδαμε αληθινό κινηματογράφο. (λόγου χάρη, τον κλασσικό «Κλέφτη ποδηλάτων», που μας καθήλωσε και το «Συνοικία το Όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη σε σενάριο των Λειβαδίτη- Κοτζιά!). Αλλά, υπήρχε τότε Πνευματικό Κέντρο- έστω εχθρικό και απρόθυμο, αλλά, υπήρχε!- ώστε να παίζονται αυτά. 
Όπως και για να΄ ρχεται ο αείμνηστος Πλάτων Γαλάτης φερ΄ ειπείν, τοπογράφος και πρώην ανθυπολοχαγός του Δ.Σ απο τη Σαλονίκη και να δίνει –σε πείσμα του αρτηριοσκληρωτικού μουσικοφιλολογικού συλλόγου…- δωρεάν ρεσιτάλ κλασσικής κιθάρας, πληροφορώντας συμφιλιωτικά εμάς τα ανίδεα επαρχιωτάκια, ότι «η κλασσική μουσική δεν είναι πένθιμη, ήταν η λαϊκή μουσική της εποχής της»…
Ο αγαπημένος Πλάτωνας για τον οποίον ο Λουντέμης έχει γράψει σ΄ ένα βιβλίο του, «Όλη νύχτα ακούγαμε από την παραλία τις οιμωγές του ψηλού κιθαρίστα», όπου τον είχανε σταυρώσει στη Γυάρο, αφού προηγουμένως τον είχανε πετάξει οι βασανιστές του στη θάλασσα- τον γλυκύτατο Πλάτωνα!- κλεισμένο σ΄ ένα τσουβάλι με γάτες που του σκίζαν τις σάρκες…
Τέτοια βαρειά κληρονομιά μεταξύ άλλων, διαχειρίστηκε με την διάθεση του ανθρώπου που έχει το ίδιο ύφος για κάθε περίσταση, ο ανεπίγνωστος κύριος Τσίπρας… 
Αλλά, προφανώς και δεν θα ντραπούμε εμείς για τ΄ όνομά μας εξαιτίας του! 

Δεν υπάρχουν σχόλια: