Ναυαγοί στον
«Μακεδονικό»
Μαλλί αραιό, επιτηδευμένα πλεγμένο σε μια περίτεχνη γυροβολιά
για να μη φαίνεται η αμετάκλητη επέλαση της φαλάκρας. Ξανθός σε κάποιο
απροσδιόριστο παρελθόν, πλην διαρκώς πεντακάθαρος. Πλενόταν καθημερινά- «τρεις
φορές τη μέρα Γιωργάκη μου»…. Σαν τις γάτες.
Κουστουμιά μαύρη, τραυματισμένη όπως κι ο ίδιος, αλλά, σε
αξιοπρεπή όρια.
Ανοιχτό στο στέρνο το πουκάμισο, απαραιτήτως λευκό, μποτάκια
γυαλισμένα στην πένα κι όλη η εικόνα μια
ημιτελής απόπειρα μέσω αποδράσεων με οδυνηρή συνήθως κατάληξη, να υψωθεί σε ένα
αόριστο αίτημα ελευθερίας.
Ναυάγιο συνοπτικά, αλλά, με όλη τη θεαματική του γοητεία.
Σαββάτο μεσημέρι πριν τον αγώνα του ΠΑΟΚ στην Άνω Πόλη κι είχε σχεδόν
αγκαλιάσει η λεπτή και νευρώδης φιγούρα του το τζουμπόξ αδιαφορώντας για τα
επίγεια, την ώρα που διαμαρτυρόταν με τίμια κόπωση ο Στέλιος «υπάρχουν και καλά
παιδιά, στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά, φιλότιμο και μπέσα…».
Σαν να υποστήριζε εκείνη την ώρα ο πιο μεγάλος τραγουδιστής
το πιο δικό του φτωχό και ανίσχυρο φολκλόρ της ζωής του. «Μου φάγανε τα λεφτά
ρε, τα φιλαράκια μου! Το πιστεύεις; Με κλέψανε ρε μαλάκα οι κολλητοί μου στη
Γερμανία στα ζάρια!..»
Πόσα ν΄ αντέχει να πάθει άραγε ένας άνδρας για να σταθεί σ΄
ένα ιδεατό ύψος και να μην είναι απρεπής
μέσα στην ατομική του απόγνωση;
«Η τιμή απ΄ την απώλεια απέχει ελάχιστα ρε μαλάκες!» του
είχε πει ειρωνικά ένας ξεπεσμένος σαν και του λόγου του καθηγητής ένα βράδυ
απάνω από την τσόχα στη Στουτγάρδη, όταν τον μπλέξαν σ΄ ένα κόλπο και του
φάγανε, όπως διατεινόταν, τις οικονομίες.
Το ανήγαγε έκτοτε σε ατομικό αξίωμα. Μιας και σπανίως τα
ζάρια του κάνανε το χατίρι, είπε λίγο να το εκλογικεύσει. Ψυχολογικά ήταν περισσότερο
βολικό να τα αποδώσει όλα σε μια πλεκτάνη που παίχθηκε πίσω απ΄ την πλάτη του
για να τον μαδήσουνε και όχι στο ίδιο του το αχαλίνωτο πάθος. Κι έτσι ηττημένος,
αλλά, με τις αποσκευές γεμάτες συναισθηματικά υποκατάστατα ξαναπήρε το τραίνο,
αυτήν τη φορά για την ανάποδη διαδρομή.
Δεν είχε να κρατηθεί από κάπου, εξόν από τη μικρή γερμανική
σύνταξη, απ΄ τη «φοξβάγκεν», όταν γύρισε άδοξα στην Άνω Πόλη, ξαφνιασμένος κι
ίδιος από το θέαμα μιας κοινωνικής αδικίας που ένοιωθε πως αφορούσε με κάποιον τρόπο και
την δική του πάρτη.
Βρήκε τη γειτονιά όπως την άφησε κι ακόμα χειρότερα
Μετά τις πρώτες χαρές, όμως, η αποσύνθεση τον πήρε και τον
σήκωσε.
«Και τι κατάλαβες ρε μαλάκα τόσα χρόνια στη Γερμανία;». Οι
άνθρωποι στις φτωχογειτονιές δεν χαρίζονται. Κι αυτός, δεν αντιπαρήλθε ποτέ
αυτή την χλεύη
Όμως παρόλα αυτά, μέσα του μάζευε και άντεχε…
Ημπορούσε μόνο να αντιλαμβάνεται αμυδρά, πως τους πείραζε
τους άλλοτε κολλητούς του στη γειτονιά ότι αυτός ο απελπισμένος, δίχως μάνα πια
και συγγενείς, πέρασε ξυστά από τη λάμπα
μιας έστω ανέφικτης απόδρασης που δεν μπόρεσε μεν να τον φωτίσει, αλλά ούτε στο
φινάλε κατάφερε ολότελα και να τον κάψει.
Έτσι ήταν όταν γύρισε ένα πρωί μισοζεματισμένος με τα
τσαμασίρια του πίσω. Προνομιούχος μοναχικός, με γοητευτικές διηγήσεις. Η
Δικαιοσύνη στους ταπεινούς ζυγίζει κι απονέμει καμιά φορά με επιείκεια ίσες
δόσεις αποδοχής και απόρριψης.
Δυστυχισμένος ήρωας διαρκείας και καλόβολος, πήδαγε
επαγγελματικά τις γυναίκες της συνοικίας, άνυδρες και στερημένες από χαρές όπως
ήταν, και ξανάφερνε απτόητος και χωρίς πολλές ενοχές τον κόσμο στα ίσα του και
στη καθημερινή του ανομολόγητη συνήθεια.
Γέμιζε κρυφά ο αέρας απ΄ όπου περνούσε με ευχές και
παράνομες προσδοκίες- κυνικός και θρήσκος, έχοντας πειστεί κατά βάθος ότι δεν
πρόκειται να αναγνωρίσει κανείς ποτέ την ιεραποστολική αφοσίωσή του στον θεσμό
της Οικογένειας, από τον οποίον ο ίδιος συνειδητά απείχε..
«Κάνω έργο, όμως εγώ ρε! Αποτρέπω τους κυριακάτικους καυγάδες
και τα διαζύγια. Μη το ψάχνεις καρντάση…» μου έλεγε με προσποιητή αυταρέσκεια,
σκάζοντας μονίμως βραχνός απ΄ το τσιγαριλίκι ένα χολερικό, υπόκωφο γέλιο.
Σαν να είχε βρει ξαφνικά στην πατρίδα έναν σωτήριο ρόλο. Με την καλή απολογία του Στελάρα.
«Εμένα ρε, ο Στέλιος με ¨πιάνει¨ στα γεμάτα σου λέω!
Σου τ΄ ορκίζομαι αδερφέ. Σαν Προυσαλιό με φτιάχνει στη γκλάβα. Δε μ΄
αρρωσταίνει. Είμαι φύση διαμπερής εγώ! Εγώ ο μπεκιάρης καρντάση μου. Έχω ειδεί
πολλά ρε στην πουτάνα τη Γερμανία κι ας μην έχω πουθενά αλλού πάει! Αλλά πως να
στο πω ρε φίλε. Με τον Στέλιο ξελαμπικάρω κι ας μην έχω και τώρα κάπου να πάω».
Ε, στα τελευταία, δεν είχε πράγματι κάπου συγκεκριμένα να
πάει. Τους χειμώνες γύρω από την Άνω Πόλη και την Τούμπα κι άντε μέχρι τον
Πλαταμώνα τα καλοκαίρια- μετά τα ηρωϊκά χρόνια της Γερμανίας, αγιασμένα σε
κρεβάτια με υπέροχα ανοιχτά σκέλια- όπου την έβγαζε με κάτι χαροκαμένες
Γιουγκοσλάβες…
Κοίταζα απέναντί μου αυτόν τον ραγισμένο, άλλοτε όμορφο
άνδρα που το βλέμμα του ξεθώριαζε σαν να αναμετριέται με το χαμένο του μέλλον κι
αναρωτιόμουν: να τον πάρω στα σοβαρά ή να τον αγναντεύω μόνο;
Μια ζωή, εμείς οι αβέβαιοι άκαπνοι, σ΄ αυτό το σκληρό
νταραβέρι με τη συναίνεση της ύπαρξης…
-΄Ντάξει ρε Άρη…
-Γαμώ τον νονό μου τον καριόλη. Να με λένε Άρη και να είναι
η ζωή μου όλη ο ΠΑΟΚ, αγρίευε θεατρικά…
«Κάψτε και την κάμαρά μου», ερχόταν απ΄ το παληό ηλεκτρόφωνο
η ρωμαλέα φωνή του Στέλιου.
Ο Πύργος της Βαβέλ σε μικρογραφία...
Είμασταν κι οι δυό Σαββατιάτικα, χαμένοι στην εξέλιξη του Σύμπαντος,
ανάμεσα σε δυό κιβώτια ανοιχτές μαλαματίνες.
Το θέμα είναι ότι είμασταν εκείνη την ώρα ακριβώς εκεί και
οι δύο σαν θύματα από τροχαία κατάληξη. Εκείνος από καραμπόλα λόγω Γερμανίας.
Εγώ γιατί ματαιώθηκε η πουτάνα η πτήση για Αλεξανδρούπολη και γυρίζοντας άκεφος
σπίτι είχα πιάσει στο κρεβάτι στα προκαταρκτικά, τη Σοφία με τον καλύτερό μου
φίλο.
Που να βρεις ώρα για τεχνάσματα;
Οι αισθηματικές κρίσεις ποτισμένες με μπόλικο αλκοόλ δίνουν
στους ανθρώπους το δικαίωμα να σταθούνε ή να χαθούνε.
Να χαθούμε λέω, ρε χαμούρες!.. μονολόγησε σαν να διάβασε την
σκέψη μου ο Άρης.
Βρήκε ο κουτσός κατήφορο…
Καθόμασταν τελικά, από μυστική συμφωνία, απαλλαγμένοι από
την καχυποψία για τις εκατέρωθεν διαθέσεις, απόβλητοι κι οριστικά αποσυνάγωγοι
εκείνη την ώρα, από την τάξη των πραγμάτων. Και παραστάτης ο Στέλιος να συμπληρώνει
ηδονικά την αυτοκαταστροφή: «Φίλοι μου καλοί αν είστε/ για παρέα μου καθήστε/ και
φωτιά μεγάλη ανάψτε/ κι όλα τα δικά μου κάψτε…».
Εδώ που τα λέμε, είμασταν ακλόνητα πεισμένοι ότι κανείς δεν μας
περιλάμβανε εκείνη την στιγμή στις προτεραιότητές του. Οπότε, σ΄ εκείνη ακριβώς
την χρονική καμπή, είσαι πολύ κοντά στο να πεις «στ΄ αρχίδια μου η χυδαιότητα
αυτού του ντουνιά» κι αυτό, μεταξύ μας,
είναι ο,τι πιο κοντινότερο στην ψεύτικη ευγένεια της ζωής, κάποιες φορές
που στερεύουν οι επινοήσεις και κανένας σ΄ αυτόν τον γαμημένο κόσμο δεν μπορεί
να υποστηρίξει πειστικά ότι ζει μόνο για σένα και ότι «για πάντα» θα σε
περιμένει.