«Απαγορευτικό» έξω από την αίθουσα όπου συνεδριάζει η επιτροπή διερεύνησης της υπόθεσης Παυλίδη (αίθουσα Γερουσίας, 1ος όροφος) μπήκε από χθες, με αποτέλεσμα, όσοι κοινοβουλευτικοί συντάκτες ανεβαίνουν για το ρεπορτάζ να αντιμετωπίζουν την ..αστυνομική φρουρά. Η διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης είναι μυστική, με βάση τον Κανονισμό της Βουλής, ωστόσο, το εύλογο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης υποχρεώνει τους δημοσιογράφους να αναζητούν πληροφορίες με κάθε θεμιτό τρόπο. Δεν επιτρέπεται η παραμονή σας στο διάδρομο, ήταν η πρώτη «ευγενική» αντίδραση αστυνομικού όταν χθες, συνάδελφοί μας μίλησαν με βουλευτές για διαδικαστικά και άλλα θέματα της επιτροπής. Σήμερα, η αντιμετώπιση ήταν «αυστηρότερη». Δύο από τους παλαιότερους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, οδηγήθηκαν στον φρούραρχο διότι βρέθηκαν έξω από την αίθουσα Γερουσίας.. Όταν ζήτησαν εξηγήσεις από τον τελευταίο, εκείνος περιορίστηκε να αναφέρει ότι υπάρχει σχετική οδηγία του προέδρου της Βουλής. Συνάδελφοι έλεγαν ότι είναι πρωτοφανές, να περιορίζεται, όχι η φυσική παρουσία των δημοσιογράφων σε «κλειστές» αίθουσες, αλλά η άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, η διευκόλυνση του οποίου αποτελεί ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ των αρχών.
«Οι αρχές οφείλουν* να του εξασφαλίζουν κάθε νόμιμη διευκόλυνση για την άσκηση του λειτουργήματός του»**
*από το λεξικό Τριανταφυλλίδη:
οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να δώσω κτ., ιδίως χρήματα, σε κπ• χρωστώ: Θα μου υπογράψεις απόδειξη ότι μου οφείλεις δέκα χιλιάδες δραχμές. Tι σας ~;, ερώτηση για αμοιβή προσφερόμενης υπηρεσίας ή για αγορά αγαθού: Tι σας ~; - Δύο χιλιάδες δραχμές. || (ουδ. μπε. ως ουσ.) τα οφειλόμενα, αυτά που οφείλει, που χρωστάει κάποιος, τα χρέη. β. έχω υποχρέωση, ιδίως νομική ή ηθική, να κάνω κτ.: Οι στρατιώτες οφείλουν τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. H κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί, αν χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οφείλουμε σεβασμό στους γονείς μας / ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες μας. Σου ~ μια εξήγηση. Όφειλες να με είχες ειδοποιήσει. 2α. (ιδ. για κτ. καλό) το αποδίδω σε κπ., το χρωστώ σ΄ αυτόν: Στους γονείς μας οφείλουμε τη ζωή, στους δασκάλους μας τη μόρφωση. Tις πληροφορίες αυτές τις ~ στους συνεργάτες μου. Οφείλει την επιτυχία του στην εργατικότητά του. β. (παθ.) γίνομαι, συμβαίνω εξαιτίας κάποιου γεγονό τος: Tο δυστύχημα οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινη αμέλεια. Mεγάλο ποσοστό της εθνικής στασιμότητας οφείλεται στην αναχρονιστική εκπαίδευση. Tροχαία ατυχήματα που οφείλονται σε υπερβολική ταχύτητα.
**Απόσπασμα από «οδηγία» του υπουργείου Τύπου προς της Αρχές για τη διευκόλυνση των δημοσιογράφων-μελών της ΕΣΗΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου