Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Με 60 ευρώ θα σε ξεχάσω

Στεκόταν μετέωρος ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη βγαίνοντας από το υπουργείο στην κατάφωτη Ερμού, μέσα στους ντεμέκ λυρικούς του γρίφους. Σαν να είχε βγάλει βόλτα την πάρτη του για πούλημα μισοτιμής. Διαθέσιμος για εκπτώσεις, αλλά ποιος να γαμήσει την περίπτωσή του... Δεν ήταν καν Black Friday. Ούτε καν επίτιμο μέλος σε κάποιον από αυτούς τους μυθικούς Συλλόγους που διατυμπανίζουν "τι κερδίζουμε με την αποχή από το σεξ".

Γεμάτη λάμπες και γυναικείες καλτσοδέτες η Αθήνα. Ούτε ένα μικρό έναυσμα όμως για λύση. Ούτε καν ένα δράμα της προκοπής. Αν εξαιρέσεις την ευγένεια των μεθυσμένων, το παιχνίδι δεν έχει λεπτότητα. Όλα μασκαρεμένος κανιβαλισμός. Ορδές που λαχανιάζουν για να αποφύγουν τον θάνατο. Εντελώς ατάλαντος και για πρώτη φορά τόσο απένταρος, νοσταλγούσε χαμένες δεξιότητες.

Βλέποντας την επιδέξια χαρά των άλλων, κύλησαν ζεστά τα ούρα του μέσα στο παντελόνι. Το κατάλαβε απ΄ την αποστροφή των περαστικών. Κρύωνε μετά. Η ύστατη διέξοδος του μέθυσου όταν βυθίζεται θαμπός στις σιωπές του και σε διαρκές εσωτερικό παραλήρημα, είναι να προσποιείται τον απασχολημένο. Προσπαθούσε εκείνη την ώρα να πιαστεί από την πρώτη έκπληξη που θα βρισκόταν μπροστά του. Άδικα. Παρελάζανε ανελέητα μέσα στο δικό του δικαστήριο κι ήταν προσιτά τα γαμημένα, όλα τα αποδεικτικά της ματαιότητας.

Αστεφής και άδοξος ήρωας, γελοίων ιδιωτικών παθών. «Ένα σώμα ρε πούστη μου και τι στον κόσμο αυτήν την ώρα» σκεφτόταν. «Να με πάρει μαζί του στη φθορά κι ας μην ξανανοίξω ποτέ τα θολά μου μάτια»…

Η πουτάνα η Καλιθιώτισσα τον «έπαιζε» σαδιστικά καιρό τώρα. Λες κι η δυστυχία του, στάλαζε μέσα της την ηδονή.

Κατηφόριζε ήδη τη Συγγρού χωρίς καμιά βεβαιότητα, με μισό μάτι οδηγώντας, μέσα στην αφθονία των παθών του. Πως επιστρέφεις στις προηγούμενες συμβάσεις άμα δεν έχεις λούσα; Ερωτήσεις που βγάζουν κατευθείαν στο κενό. Ο γνώριμος κόσμος τελειώνει ξαφνικά χωρίς προειδοποιήσεις, εκεί που δεν το περιμένεις. Ύστερα το ρίχνεις στην περιφρόνηση και στην ψιλή φιλοσοφία.
«Σκουπίδι στην άκρη της Συγγρού στο ύψος του Παντείου είναι ο κόσμος» και τα τοιαύτα. «Ρετάλι πεταμένο κάτω από το σκληρό φως των λαμπτήρων και τον πνιγηρό αέρα που φθάνει κάπως από τον Νοτιά μεταφέροντας τη σκόνη της Αφρικής και τη σήψη της θάλασσας».Να γελάς με τέτοιο μελό. Τιναφτόρε;  

Αιχμάλωτος στη μικρή διάρκεια των πραγμάτων, ένοιωσε αίφνης πως για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στην πραγματικότητα, έπρεπε σε κάτι να παραδοθεί.

Στην τέταρτη είσοδο της Νέας Σμύρνης έκοψε ταχύτητα, όπως πάντα. Πλάϊ σε μια μικροκαμωμένη ξανθιά μέσα στη βραδυνή υγρασία.
Πόσο πάει κούκλα μου; «35 ευρώ και το ξενοδοχείο» του λέει κοφτά σαν να τον βαθμολόγησε χαμηλά στην κλίμακα των ελεεινών.
Θα στα δώσω, της απαντά αποφασισμένος.
Και θα σου δώσω κι άλλα τόσα, αρκεί να με κάνεις να ξεχάσω τον εαυτό μου, είπε από μέσα του.

Τον κοίταξε με τη βαριεστιμάρα όλου του κόσμου στο βλέμμα. Εντάξει, δεν υπήρχε περίπτωση να φιληθούνε. Ο Θεός ξέρει να μοιράζει μόνο αρνήσεις. Και για να μαστε ακριβείς, μέσα στη θεία του ουδετερότητα, ούτε δυάρα δεν δίνει για τα ζευγαράκια που περπατάνε εκείνες τις ώρες με επαγγελματικό τρόπο στα σκοτεινά νερά της Δοϊράνης.
[Αφιερωμένο]
https://www.youtube.com/watch?v=FCo-U_9R6tY

Δεν υπάρχουν σχόλια: