Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Δεν θα το βάλουμε κάτω!

«Να φυλάγεσαι από τους Παληολλαδίτες!» μου΄ λεγε τα σκοτεινά χειμωνιάτικα βράδυα κοντά στη φωτιά, ο σκληροτράχηλος αρβανίτης παππούς μου ο Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, ήρωας του μετώπου στον Σαγγάριο και το Αφιόν- Καραχισάρ, με τις ιστορίες του οποίου μεγάλωσα. «Γιατί παππού;» ρωτούσα ανυποψίαστος και με τα μάτια βυθισμένα στην απορία «Μας κλέβανε παιδί μου τις αρβύλες στη Μικρά Ασία, την ώρα που κοιμόμασταν, οι κερατάδες!» απαντούσε με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα εκείνος, λίγο πριν προσθέσει σπαθίζοντας με θυμό τον υψωμένο του δείκτη στον αέρα-χειρονομία που με σημάδεψε για πολλά χρόνια «ένα να θυμάσαι…Μόνον εμείς οι Μακεδόνες πολεμάμε καλά!».
Με αυτές τις υπερήφανες διηγήσεις ανδρώθηκα και με τούτα τα άκαμπτα στερεότυπα και έτσι την πρώτη φορά που διάβηκα με αγωνία τον Ισθμό για να περάσω το Πάσχα στα πεθερικά ενός δικού μου ένοιωθα την ψυχή μου βαρειά και το στομάχι μου κόμπο-καχύποπτος, αμήχανος και προδότης.
Η ζωή όμως, ευτυχώς δεν είναι ευθύγραμμη…
Και η αλήθεια είναι ότι τα κατοπινά χρόνια, από διηγήσεις γνωστών και φίλων κυρίως, άρχισα να υποψιάζομαι πως εκεί κάτω σε κείνα τα χώματα, η ομορφιά καραδοκεί παντού, έτοιμη να σε πάρει από το χέρι. Αλλά, ως φαίνεται, ήμουν απρόθυμος και ανάξιος ακόμα να την αντικρύσω και αλλοίμονο, τώρα αυτό δεν θα γίνει ποτέ…
Κάποτε, όταν ήρθε η σειρά μου για τον στρατό, αφού τέλειωσε η αναβολή και πήγα οικειοθελώς, αν και δημοσιογράφος, στον Έβρο όπου -τιμή μου!- υπηρέτησα στα τεθωρακισμένα, πήρα ένα γερό μάθημα που με έκανε να αλλάξω συμπεριφορά.
Ήρθε στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μάγειρας στο φυλάκιο Τυχερού, πάνω στο ποτάμι, ένα καλόκαρδο και πρόθυμο παιδί από την Ηλεία, ο Δημητράκης ο Δημητρόπουλος, δεξιοτέχνης συμπαίχτης στα μπουζούκια και εξαίρετος συμπότης, μπορούσε να με «διαβάσει» από χιλιόμετρα κάθε φορά που είχα αψιλίες. Με ιδιαίτερη λεπτότητα και διακριτικό τρόπο που υποβάθμιζε σκοπίμως την προσφορά ώστε να μην δημιουργεί «υποχρέωση», ερχόταν στην πόρτα του θαλάμου και μου΄ λεγε συνωμοτικά για να μην ακούνε οι άλλοι «ρε συ Χάτζι, έχω δυό παληοκατοστάρικα στην τσέπη. Δεν παίρνουμε τα ζητιανόξυλα (σ.σ: έτσι εννοούσε τα τρίχορδα μπουζούκια μας) να πάμε στο χωριό για καμιά ρετσίνα; Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά αδελφέ μου…».
Με τον Δημητράκη κρατήσαμε επαφή και μετά τον στρατό…
Κι αργότερα, την πρώτη φορά που κίνησα ένα πρωΐ να εκδράμω μέχρι τα Καλάβρυτα, στον οδοντωτό μαζί με τα παιδάκια, μου για να μην μεγαλώσουν κι αυτά μέσα στην προκατάληψη και ανέβηκα μετά προς τη Ζαρούχλα και τις πηγές της Στυγός, σταμάτησα-μα το Θεό! - σε μια απότομη ανηφόρα γιατί ένοιωσα την ανάγκη να πιάσω την εύφορη γη με τα χέρια μου δοξάζοντας αυτά τα ευλογημένα και γόνιμα χώματα.
Προς τι το μελό;
Γιατί αισθάνομαι περίλυπος τούτες τις σκοτεινές μέρες που ο ήλιος έχει μαυρίσει και νοιώθω, εγώ ένας Καστοριανός που αποχαιρέτησε με θλίψη τα ωραιότερα μέρη του Γράμμου, αδέλφια μου όλους τους Ηλείους, αλλά, και τους Ευβοείς πλέον, που χάνουν μέσα απ΄ τα χέρια τους τη ζωή τους.
Λογάριαζα το φετεινό φθινόπωρο να ταξιδέψω με τα παιδιά μου στην Ολυμπία και τώρα νοιώθω ότι έχασα κάτι πολύ οικείο και δεν έχω που να σταθώ…
Χάσαμε πολλά όλοι μας αυτόν τον καιρό. Χάσαμε ανθρώπους δικούς μας, μικρά παιδιά και μεγάλους που δεν μας περίσσευαν, χάσαμε το βιος μας, δάση, ελαιώνες, σπίτια, μποστάνια και υποστατικά. Λέω όμως ότι κερδίσαμε ξανά την ψυχή μας.
Εκείνος ο αξιοπρεπής γεράκος στον Μάκιστο που με το λάστιχο εκτός από το σπίτι του, φρόντισε από χρέος να σβύσει και το σπίτι του γείτονά του που απουσίαζε, οι θαυμαστοί και αξιοπρεπείς Ηλείοι που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες και να πέσουν μέχρις ενός, τα νέα παιδιά στα Θαρούνια Εύβοιας που ρίχτηκαν όλη τη νύχτα με αυταπάρνηση και αλληλεγγύη στις φλόγες κι έσωσαν προσωρινά το χωριό κι αυτοί οι συνομήλικοί τους που χάθηκαν στις φλόγες, οι άϋπνοι πυροσβέστες αλλά και όλοι όσοι έμειναν συγκινητικά όρθιοι συνδράμοντας τον διπλανό από φιλότιμο και τσίπα, ξανάφεραν στο προσκήνιο αξίες που βλέπαμε να μας έχουν εγκαταλείψει. Υπογράμμισαν με τον αξιοθαύμαστο τρόπο τους τι όφειλε να κάνει και δεν έπραξε αυτή η απερίγραπτη κυβερνητική πινακοθήκη των ηλιθίων με επικεφαλής έναν πρωθυπουργό που δεν έχει κολλήσει ούτε ένα ένσημο στη ζωή του και παριστάνει τώρα τον πονόψυχο μπροστά στις κάμερες αναζητώντας εκλογική σωτηρία!..
Είναι βέβαιο, ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς!
Και μπορούμε ίσως πάλι να κοιταχτούμε στα μάτια μετά από αυτή την ανείπωτη καταστροφή και να ομολογήσουμε μεταξύ μας ότι πρέπει να αλλάξουμε ρότα. Να σταματήσουμε να φερόμαστε έτσι αλόγιστα και περιφρονητικά στην ομορφιά που κληρονομήσαμε και να πάρουμε την απόφαση ότι μας αξίζει να ζούμε καλύτερα. Θα πάρουμε μαζί μας, μόνον όσους νοιάζονται για έναν κόσμο ανθρώπινο για μας και τα παιδιά μας. Και θα΄ χουμε έστω εκ των υστέρων εφόδιο, την πικρή γνώση ότι δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε, όχι μόνο από αυτήν την ανίκανη κυβέρνηση και τον εικονικό πρωθυπουργό, αλλά και από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα και βέβαια και από όσους από εμάς, παζαρεύουνε τη γη μας και θεωρούν περιβάλλον ο,τι τους εμποδίζει να χτίσουνε. Μέχρι να γίνει αυτό, ψηλά το κεφάλι αδέλφια! Είναι καιρός να σταθούμε στα πόδια μας και να γιατρέψουμε τις πληγές μας!..

Θα τολμήσουν;

Και ομως θα τυπώσουν φυλλάδια οι υποψήφιοι, θα κάνουν συγκεντρώσεις, θα απευθυνθούν σε επικοινωνιολόγους θα κάνουν τέλος πάντων ότι κάνουν πάντα, ανοιγοντας το πορτοφόλι και πληρώνοντας αδρά. Ήδη έχουν βγάλει μπλόκ επιταγών, έχουν ανοιξει λογαριασμούς και είναι ετοιμοι. Ελπίζω και εύχομαι να με διαψεύσουν. Να μην έχω προβλέψει σωστά, να μην συμβεί τίποτε από ολα αυτά. Να συναισθανθούν την καταστροφή. Να αντιληφθούν ότι ύστερα από αυτές τις μέρες που κάηκε η χώρα τίποτα δεν είναι ιδιο. Αν όμως συμπεριφερθούν με τον αναλγητο τροπο που η εμπειρία μου μου λέει ότι είναι αναμενόμενο να συμπεριφερθούν μαυρίστε τους, ξεμπροστιάστε τους, αντιδράστε. Μη δεχεστε με απαθεια και μη συγχωρείτε τέτοιους τύπους. Αλλιώς γινόμαστε συνένοχοι.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2007

Κιμπαριλίκι!

Στη μεγάλη πλατεία των Σερρών, υπάρχει το "Κεντρικόν", ένα εξαιρετικό ουζερί με θεσπέσιους μεζέδες. Εκεί λοιπόν έχουνε σκάσει μύτη δύο ανυποψίαστοι πελάτες που ακούνε έκθαμβοι το αφεντικό να απαριθμεί τις νοστιμιές και τους πικάντικους μεζέδες-κοντοσούβλι, κοκορέτσι, κεμπάπ και τα σχετικά.

Κοτόπουλο δεν έχετε; Ρωτά κάποια στιγμή με αιδημοσύνη ένας απο αυτούς κι έρχεται αυθωρεί η αποσβολωτική απάντηση του μαγαζάτορα "τι λε ρε μάγκα! Που νόμισες οτι είσαι; Σε καμιά ψαροταβέρνα;"

Μου το διηγήθηκε ένας φίλος των διακοπών και το αφιερώνω εξαιρετικά, στους ηρωϊκούς εναπομείναντες!

Ώρα καλή αδέλφια