Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Χειμώνα του 2000, ό,τι έχει γεννηθεί ο γιος μου με δανεικά και μπουκάρει ο Αλιβιζάτος στην αίθουσα των κοινοβουλευτικών συντακτών (εννοείται στη Βουλή).«Σήκω όπως είσαι» μου λέει επιτακτικά «σου έχω βρει ένα πικ- απ Thorens λαχείο που ο τύπος το γύρισε πίσω μόλις το΄ βγαλε απ΄ το κουτί! Έκανε τετρακόσα και τώρα έπεσε στα διακόσα χιλιάρικα!».
Τον κοιτάζω εξεταστικά. Το εννοούσε. «Άσε με ρε Νίκο» του λέω, «εμένα βρήκες τέτοιαν ώρα; Δεν έχω μία…».
«Έχω εγώ ρε» μου λέει «μη σε νοιάζει, μου τα δίνεις όποτε» και με τραβάει δυνατά απ΄ το χέρι…
Σηκώθηκα πιο πολύ από περιέργεια να δω που θα το φτάσει. Παγαίνουμε σε μια Τράπεζα στη Σέκερη και κάνει ανάληψη. Κι ύστερα σταματά ένα ταξί κι ανηφορίζουμε Μαυρομιχάλη πριν την Αλεξάνδρας σε κάτι αλάνια. Το εργαλείο- που το ΄χω ακόμα κι εννοείται το ξεπλήρωσα- στην πένα. Γελούσαν και τα μουστάκια μου. Κι ο Νικόλας με μιαν έγνοια μην γίνει καμιά ζημιά, με πρόσεχε στη χαρά μου, αλλά με τρόπο να μη γίνει η φάση μελό.
Την άλλη μέρα, Σάββατο, κατηφόρισε στη Νέα Σμύρνη και το συνδέσαμε με τον ενισχυτή. Έναν παληό χειροποίητο εγγλέζικο Magnum που είχα αγοράσει με σκληρές οικονομίες. Κρατούσε πεσκέσι δυο δίσκους: Βάν Μόρισον και Βέρντι με τον οποίον ειδικά κοίμιζα τον αχάριστο υιό αγκαλιά όταν τον πιάνανε αφόρητοι κολικοί. (σ.σ: αυτόν τον υιό που αργότερα ένας άλλος Φίλος γενναιόδωρα και με ανιδιοτέλεια όταν πέρασε Πανεπιστήμιο φρόντισε…).
Ο Νίκος ήταν δεινός συλλέκτης βινυλίων. Και είχε πληρώσει πολλά λεφτά για δίσκους. Άσε την τελειομανία του με τα «εργαλεία» και τους λαμπάτους ενισχυτές… Ως εκ τούτου, έχοντάς τον συνοδέψει όταν γνωριστήκαμε περισσότερο στα στέκια αυτών των ιδιαίτερων ανθρώπων φρόντιζε να με προφυλάσσει. «Μη αγοράζεις τίποτε. Θα σου τα γράψω εγώ σε CD». Κι αυτό συνήθως γινότανε.
Μιλώ κι εγώ τώρα, σαν να μιλάω σε ανθρώπους που τον ξέρανε… Ο Νίκος Αλιβιζάτος ήταν ένας σπουδαίος Δημοσιογράφος. Αλλά και, αφού λίγοι τον θυμούνται, δεν ήταν. Και προφανώς αυτό δεν είναι νεκρολογία. Για την «Μακεδονία» έγραφε της Θεσσαλονίκης –μαζί με κάτι σπουδαίες Δημοσιογράφους (επίτηδες το Δ, κεφαλαίο) ας πούμε σαν την Λασκαρίνα Γερασίμου- που τώρα, κοτζάμ… συμπρωτεύουσα, δεν έχει της προκοπής Εφημερίδες.
Στο μεταξύ, ένα βράδυ, έχουμε ανέβει με τον Αλιβιζάτο στο σπίτι του στου Γκύζη από ένα μπαρ κι από όλους τους δίσκους που είχε σε δυο δωμάτια, επέλεξε να βάλει τον συγκεκριμένο με την Λίτσα Διαμάντη. Όταν τον βγάλαμε απ΄ το πικ- απ το πρωΐ δεν είχαμε τι να πιούμε. Και λίγο καιρό μετά πήγαμε να αποχαιρετήσουμε τα μάτια του στου Ζωγράφου για τελευταία φορά.

Εμείς και οι μπακάληδες...

Λίγες μέρες μόνο μακριά απ΄ το χρόνια νοικιασμένο σπίτι της Αθήνας κι ανηφορίζοντας στον Βορά και αποχή από το facebook σου δείχνουν ότι οι συγκινήσεις της μεγάλης πόλης βουλιάζουν σε μικρές και μεγάλες ιδιαιτερότητες ανθρώπων που θέλουν οπωσδήποτε να μιλήσουν. Αυτοί χρειάζονται ατομικές ερήμους για να ουρλιάζουν την ωραιότητά τους, σκέφτομαι.
Εμείς οι επαρχιώτες εκείνες τις ώρες-σύγχρονοι Ξανθόπουλοι- χαϊδεύουμε το χέρι της μάνας, μαζεύουμε τις δαμασκηνιές της αυλής κι έπειτα πίνουμε τσίπουρα με αυτούς που υπερασπίζονται πράγματα και συνήθειες που αξίζει να υπάρχουν.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει λόγος να μισείς κανέναν.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα ήθελες εκείνην ακριβώς την ώρα να εξαφανιστούν απ΄ την ταλαίπωρη ζωή μας οι συσπάσεις του Αδ. Γεωργιάδη ή του Λοβέρδου και των Σαμαροβενιζέλων και του υστερικού Κεγκέρογλου φερ΄ ειπείν- δεν είμαστε τόσο γενναιόδωροι ώστε να κάνουμε τόσο μεγάλες εκπτώσεις... Θα έπρεπε να μην μας ταλαιπωρούν τόσο αυτές οι οικτρές προσωπικότητες που βράζουν στους αφρούς της αποτυχίας τους. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι λέω να περιγράψουμε την φθορά από την δική τους υστεροβουλία που υπερασπίζεται μια κάθιδρη ενοχή που μας βύθισε στα Μνημόνια και την βαρειά παρακμή.
Μας έχουν εγκλωβίσει όμως αυτές οι περιπτώσεις της πολιτικής αγυρτείας στην χωρίς νόημα αοριστία και το ζοφερό κενό τους όπου ευδοκιμούν μονάχα αυτοί οι προσκυνημένοι που μας πουλάνε συστήματα ελπίδων και όνειρα που ούτε καν θα μπορέσουμε να αγγίξουμε.
Υπερασπίζονται μια γλώσσα που μυρίζει Θάνατο. Κι έχουνε ξεμείνει πλέον από τεχνάσματα. Και το μόνο που έχουμε απέναντί τους, είναι να βαδίσουμε τον δρόμο της Βίας κατάστηθα σε αυτούς τους μπακάληδες. 
  

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Περίπατος στην άγνοια

Στεκόμουν πάντα καχύποπτα απέναντι σε δημοσιογράφους που καταφέρονταν με πύρινα λόγια εναντίον κυβερνήσεων, υπερβαίνοντας όμως, επαγγελματικά όρια. Ο λόγος ήταν ότι καμπόσους από αυτούς τους έβλεπα στη συνέχεια βολεμένους. (Αποδείχθηκε αυτό δυστυχώς ακόμα και με καλούς γνωστούς. Αν βάλουμε κάτω τα χρόνια της ανεργίας μας θα χάσουν όλοι!)
Κάποια στιγμή στην αίθουσα των συντακτών στη Βουλή, χρειάστηκε να βάλω άκομψα στη θέση του έναν "δημοσιογραφίσκο" του Σκάϊ που περιφερόταν υστερικά στην αίθουσα -τόνε βλέπω τώρα κάπου μεροκαματιάρη-την ώρα που εμείς κάναμε σκληρά τη δουλειά μας για να προκαλέσει "ζυμώσεις"  κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τις εκδοχές της γελοιότητας. Τον έβγαλα όμως κακήν- κακώς από την αίθουσα ώστε να έχωμε κάποια (σχετική...) ηρεμία να τελειώσουμε τη δουλειά μας. Τελευταίο μου "θύμα" και το παινεύομαι η Σοφία Βούλτεψη την οποία υποχρέωσα επίσης, με πιο αβρόν όμως τρόπο, να εξέλθει της αιθούσης, για να με αποκαλέσει προς μεγάλη μου τέρψη, "αλήτη"! Που να΄ ξερε η έρμη ότι στην δική μου κλίμακα αξιών με απογείωσε!
Συνοπτικά: Η δημοσιοποίηση της τραγελαφικής και εξόφθαλμα μαγειρεμένης "Λίστας Πέτσα" για το ποιοι πήραν τα λεφτά της καμπάνιας "Μένουμε Σπίτι" έδειξε σε ποιους καταλήγουν πάντα τα κρατικά λεφτά.
Βίζιτες χαμηλών δυνατοτήτων και χωρίς προσχήματα. Όποιος έχει αξιώσεις να ντρέπονται αυτοί οι αναξιοπρεπείς τύποι που πληρώνονται για να σπέρνουν στον κόσμο εμπάθεια, δεν ξέρω σε ποια χώρα ακριβώς ζει.