Δευτέρα 26 Ιουνίου 2006

Από τη Άσπρη Λέξη (ελληνικά νησιά)

Σίφνος
Νησί των Κυκλάδων, ένθεν Κιμώλου εν όψει κατά το Στράβωνα και περί τό Κρητικόν Πέλαγος κατά τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο. Κατά το 1559 ονομάζεται Σίφουνος. Σε μεταγενέστερο Χρονικό, του 1733, παραδίδεται ο τύπος Σίφουνο. Ο Ιάκωβος ο Μηλοΐτης στο Οδοιπορικόν του κατά το 1588 αναγράφει τον τύπο Σίφανος, τον οποίο μνημονεύει και ο Buondelmonti, ο οποίος επισκέφθηκε τις Κυκλάδες κατά τον 17ο αι. Από τους Φράγκους ονομάστηκε Sifanto. Το όνομα Σίφνος επιχειρήθηκε να συνδεθεί ετυμολογικά με τη λέξη (τη «γλώσσα») του Ησυχίου σιφνός (= κενός, κούφιος) - από τις γαλαρίες των περίφημων μεταλλείων χρυσού και αργύρου, που υπήρχαν κατά την αρχαιότητα στο νησί. Ωστόσο το τοπωνύμιο Σίφνος μαρτυρείται σε χρόνους παλαιότερους της χρήσεως των μεταλλείων, γεγονός που καταρρίπτει τη θεωρία, κι έτσι η Σίφνος παραμένει λέξη σκοτεινής ετυμολογίας.

Δήλος
Κατά την αρχαιότητα θεωρείτο ιερό νησί, διότι σ' αυτό γεννήθηκε κατά το μύθο ο θεός Απόλλων.
Την ετυμολογία του ονόματος είχαν ήδη επιχειρήσει οι αρχαίοι Έλληνες. Οι αρχαίοι πίστευαν για τη Δήλο ότι αρχικά βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα και δεν ήταν σταθερή, αλλά έπλεε. Αργότερα, την ανέβασε στην επιφάνεια ο Δίας και από τότε έγινε σταθερή και «δήλη», δηλ. φανερή, καθώς την έβλεπαν πάνω από το νερό.

Ερεικούσα
Επίσης: Ερείκουσα, Ερικούσα ή Ερικούσσα.
Μικρό νησί του Ιονίου, που ανήκει στη συστάδα των Οθωνών.
Το όνομά της παράγεται από το φυτό ερείκη (= φυτόν τι θαμνώδες φέρον τά άνθη καί τόν καρπόν του εις τήν κορυφήν των κλωναρίων του - γνωστό με τα λαϊκά ονόματα ρείκι, ρείκος, αρείκι, ρειχιά, ρείγκλες ή χαμορείκι). Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12ος αι.) χαρακτηριστικά αναφέρει: ότι δέ πολλοί τόποι από φυτών έσχον τάς κλήσεις δήλον. Ούτω γάρ καί η Ερεικούσα λέγεται διά τάς εν αυτή έρείκας.

Θάσος
Κατά την αρχαιότητα είχε διάφορα ονόματα: Ηδωνίς (διότι οι παλαιοί κάτοικοί της ήταν οι Ήδωνες Θράκες), Αερία ή Ηερία, Αιθρία, Ωγυγία (ονομασία μυθικού νησιού, κατοικίας της Καλυψούς, από το όνομα του Ωγύγου, του Ωκεανού), Χρυσή ή Χρυσόνησος (πβ. Αρριανός φησι ότι η Θάσος εκαλείτο καί Χρυσή νήσος διά τά χρυσά μέταλλα), Δήμητρος ακτή, Οδωνίς και - από τον Πτολεμαίο - Θασσία.
Κατά τους αρχαίους συγγραφείς, στο νησί κατοίκησαν Φοίνικες και ονομάστηκε Θάσος, από το όνομα του Θάσου, γιου του Ποσειδώνος και αδελφού του Κάδμου ή του Αγήνορος, βασιλιά της Φοινίκης. Ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει: οι Φοίνικες οι μετά Θάσου κτίσαντες τήν νήσον ταύτην, ήτις νυν επί του Θάσου τούτου του Φοίνικος τούνομα έσχε. Παρόμοια γράφει και ο Αρριανός: Θάσος από Θάσου καλείται, Ποσειδώνος υιού.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος G. Perrot, ο οποίος ανέσκαψε πρώτος το νησί το 1856, ετυμολογεί το όνομά της από το ρήμα θάω (= τρέφω, θηλάζω) - από τη μεγάλη γονιμότητα του εδάφους της κατά την αρχαιότητα.

Αστυπάλαια
Αστυπάλαια νήσος μία των Κυκλάδων (Λεξικόν Στεφάνου Δ. του Βυζαντίου).
Κατά καιρούς έφερε τα ονόματα: Αστυπάλεια, Αστυπάλια, Αστυπαλία, Αστουπαλία, Αστουπάλαια, Αστουπαλαία, Αστουπαλιά, Αστροπαλιά και Στυπαλία. Από τους Βενετούς και μετέπειτα από τους ξένους ονομάστηκε Stampalia, Stampala και Stypalia.
Ο κάτοικος του νησιού ονομάζεται Αστυπαλαιεύς, Αστυπαλαιάτης, Αστυπαλίτης, Αστυπαλιώτης, Αστουπαλιώτης, Αστροπαλίτης ή Αστροπαλιώτης.
Κατά το μύθο, μια νύμφη Αστυπαλαία, κόρη του Φοίνικος, όπως και η Ευρώπη, έδωσε το όνομά της στο νησί. Η Αστυπάλαια ήταν μητέρα του Ευρυπύλου, βασιλιά της Κω. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, το νησί πήρε το όνομά του από Αστυπαλαίας μητρός του Αγκαίου, και οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Κάρες. Κατά τον V. Berard το νησί ονομάστηκε έτσι από τους Έλληνες, διότι δήθεν είχαν εγκατασταθεί εκεί όπου πρώτα ήταν Άστυ παλαιόν (παλιά πόλη, Παλαιόπολις). Σε αντίθεση με το παλαιόν άστυ, το 1413 ο Ιωάννης Δ΄ Quirini που την κατέλαβε, την μετονόμασε σε Αστυνέαν, διότι επιχείρησε να εγκαταστήσει σ' αυτή αποίκους από τη Μύκονο και την Τήνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: