Όχι στα εκλογικά τεχνάσματα
του Παναγιώτη Ν. Κρητικού*
Ο εκλογικός νόμος είναι το εργαλείο με το οποίο κτίζεται το οικοδόμημα του κοινοβουλευτικού βίου. Είναι το εργαλείο το οποίο διαμορφώνει το πολιτικό σκηνικό. Και τίθεται το ερώτημα: Αυτό το πολιτικό σκηνικό το οποίο διαμορφώνεται από το συγκεκριμένο εργαλείο, δηλαδή, τον εκάστοτε εκλογικό νόμο, ανταποκρίνεται στη βούληση, και μάλιστα τις επί μέρους προτιμήσεις του ελληνικού λαού;
Με άλλα λόγια, το κοινοβουλευτικό οικοδόμημα «στεγάζει» τις επί μέρους βουλήσεις, εκφράζεται, δηλαδή, σε συντεταγμένη μορφή, τα ιδεολογικά ρεύματα τα οποία κινούνται, συγκρούονται μέσα στην κοινωνία στο δεδομένο ιστορικό χρόνο της αποτύπωσης τους; Εξασφαλίζει, με άλλα λόγια, ο εκλογικός νόμος την αντιστοιχία πολιτικών δυνάμεων και λαϊκών βουλήσεων όπως τη θέλει η θεμελιωδέστερη διάταξη του Συντάγματος η οποία ανάγει σε πηγή πάσης εξουσίας τη Λαϊκή Κυριαρχία; Η απάντηση είναι κατηγορηματική; Όχι. Και τούτο συμβαίνει διότι ο εκλογικός νόμος, στο όνομα του αξιώματος της «αυτοδύναμης κυβέρνησης», αξίωμα σχετικό, φαλκιδεύει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί απόλυτο αξίωμα.
Όλοι σχεδόν οι εκλογικοί νόμοι, οι οποίοι ίσχυσαν στην Ελλάδα από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και μετά, ήταν παραμορφωτικές παραλλαγές του συστήματος της απλής αναλογικής. Θα μπορούσε να τους παρομοιάσει κανείς με τα αρχιτεκτονικά σχέδια που αφορούν στην κατασκευή διώροφης οικοδομής, της οποίας ο δεύτερος όροφος προορίζεται για τον κύριο μέτοχο του οικοπέδου, ενώ ο πρώτος όροφος για τον δεύτερο σε ποσοστά συγκύριο, και βεβαίως προβλέπονται και ορισμένα ισόγεια και υπόγεια καταλύματα ασφυκτικώς μικρά, τα οποία προορίζονται για τους κηπουρούς, τις θεραπαινίδες και τις οικονόμους των δύο συγκυρίων του διώροφου οικοδομήματος.
Αυτό είναι το πολιτικό σκηνικό το οποίο διαμορφώνει ο εκάστοτε εκλογικός νόμος, το οποίο δεν αντιστοιχεί στην πραγματική λαϊκή βούληση. Εδώ πρέπει να γίνει η αναγκαία διευκρίνιση, ότι άλλο είναι το πολιτικό σκηνικό και άλλο είναι το πολιτικό σύστημα. Το τονίζουμε ιδιαίτερα αυτό, γιατί πολύ συχνά «ταυτίζουν» μερικοί το πολιτικό σκηνικό, τουτέστιν το δικομματισμό, με το πολιτικό σύστημα και συνδέουν τη σταθερότητα του δικομματισμού με τη σταθερότητα του συστήματος. Αυτό είναι εσκεμμένο λάθος. Ουαί και αλλοίμονο αν η τύχη του κοινοβουλευτικού συστήματος ταυτιζόταν με την τύχη του δικομματισμού. Γιατί το δικομματικό σκηνικό αργά ή γρήγορα γερνάει με τον κίνδυνο να συμπαρασύρει και το κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο δεν γερνάει. Προϋπόθεση όμως για να μη γεράσει το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι η ανανέωση της πολιτικής ζωής, όχι μόνο σε πρόσωπα, αλλά και σε ιδέες, οράματα και προοπτικές.
*
Η Νέα Δημοκρατία με σαφή στόχο τη διαιώνιση της στην εξουσία ανασύρει από το εκλογικό οπλοστάσιο της δεκαετίας του 1950, ένα διφασικό σύστημα με το οποίο αφενός μεν πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα με 50 έδρες «χάριν» της ακατανόητης αρχής της αυτοδυναμίας, αφετέρου, αποστερεί από αυτή την πριμοδότηση το συνασπισμό κομμάτων. Έτσι, η ψήφος του Λαού φαλκιδεύεται και από ισότιμη και ισοδύναμη γίνεται άνιση και ετεροβαρής. Αυτό πλήττει ευθέως τη λαϊκή κυριαρχία, παραβιάζει ωμά το Σύνταγμα, ναρκοθετεί την ομαλή εξέλιξη του δημόσιου βίου και υπονομεύει τη δημοκρατία. Λησμονήσαμε γρήγορα ότι παρόμοια εκλογικά τεχνάσματα δυναμίτισαν την πολιτική ζωή του τόπου.
Μπροστά σε αυτόν τον απαράδεκτο εκλογικό νόμο η Αξιωματική Αντιπολίτευση οφείλει να αντιδράσει με όλα τα νόμιμα μέσα. Αντί το ΠΑΣΟΚ να επιδίδεται σε «ασκήσεις επί χάρτου», οφείλει να διαμορφώσει σαφή και πειστική προοδευτική πρόταση, τη στήριξη της οποίας να αναθέσει στην ευθύνη του όλου ΠΑΣΟΚ, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς φοβίες, ταυτόχρονα δε να καλέσει όλες τις προοδευτικές αριστερές δυνάμεις σε μια κοινή εκλογική συμμαχία συνασπισμού και με δεδομένο τον νόμο Σκανδαλίδη, ο οποίος θα ισχύσει στις προσεχείς εκλογές, να αναιρέσει τα καλπονοθευτικά σχέδια της ΝΔ..
Αν σε αυτό το προσκλητήριο δεν υπάρξει ειλικρινής ανταπόκριση των άλλων προοδευτικών δυνάμεων, τότε υπάρχει ο δρόμος του αγώνα μέσα στο λαό, ώστε συσπειρώσει τις ευρύτερες δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις στη βάση ώστε να ανατρέψει ο λαός με πλειοψηφικούς όρους εκλογικά τεχνάσματα που φαλκιδεύουν τη βούληση του.
Αυτόν τον αγώνα πρέπει να αναλάβει η Αξιωματική Αντιπολίτευση και όχι να ασχολείται με το λεγόμενο γερμανικό σύστημα, ένα σύστημα, το οποίο αυτό καθεαυτό αποτελεί έναν άλλο εκλογικό τραγέλαφο, γιατί κατηγοριοποιεί τους βουλευτές και η κατηγοριοποίηση των βουλευτών αντίκειται στη φύση του Κοινοβουλευτισμού. Γιατί στην περίπτωση της λίστας, ο Λαός δεν επιλέγει μέσα από μια πρόταση, αλλά αποδέχεται αναγκαστικά την πρόταση. Και μέσα από την εκλογική διαδικασία «καλείται» να της δώσει τη δημοκρατική του νομιμοποίηση.
Πέραν τούτου, ενισχύει τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα των μεγάλων κομμάτων (τα μικρά κόμματα με τις μονοεδρικές περιφέρειες τα εξαφανίζει) και μετατρέπει τους βουλευτές από ελεύθερους εκφραστές του λαού, σε υπαλλήλους
του αρχηγού. Εξ άλλου, η λίστα στην ευρύτερη εφαρμογή της, δεν εγγυάται την ανανέωση του κοινοβουλευτικού προσωπικού και σε κάθε περίπτωση, με την ενδημούσα έλλειψη δημοκρατικής λειτουργίας στα κόμματα, δεν εγγυάται την λαϊκή ανανέωση. Γιατί η γνήσια ανανέωση προέρχεται μόνο από τη λαϊκή μήτρα και δεν γίνεται με εισαγόμενα μοσχεύματα.
Για την ιστορία, πρέπει να λεχθεί ότι η μεγάλη ευκαιρία για την καθιέρωση της απλής αναλογικής χάθηκε το καλοκαίρι του 1989, τότε που το ΠΑΣΟΚ πρότεινε στο Συνασπισμό σχηματισμό, από κοινού, Κυβέρνησης με μόνο στόχο την ψήφιση της απλής αναλογικής και εκλογές. Ο γράφων είχε κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες τόσο με άρθρα αλλά και σε στελέχη του τότε Συνασπισμού. Δυστυχώς, όμως, η επιλογή του Συνασπισμού ήταν άλλη. Εάν το 1989 είχε ψηφιστεί η απλή αναλογική θα είχε αποκλειστεί οριστικά η συντηρητική οπισθοδρόμηση της Χώρας, θα είχαν υπάρξει κυβερνήσεις συνεργασίας προοδευτικού προσανατολισμού και βεβαίως θα ήταν ηπιότερη και η νεοσυντηρητική (εκσυγχρονιστική) πολιτική των περιόδων 1996 - 2004.
*Ο Παναγιώτης Ν. Κρητικός είναι πρ. Αντιπρόεδρος της Βουλής.
email: pkritiko@otenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου