Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Έγχρωμη Απουσία

Στη μνήμη του φίλου μου Κώστα Κατσίκη

Δεν είχε ως φαίνεται, άλλο τι να κάνει εκείνη τη μέρα
στη ζωή του
Κι αφού σεργιάνισε από νωρίς σαν αποχεραιτώντας τα στέκια της Σαλονίκης
Εκεί όπου πρώτα πάγαινε με την κυρά του και τον μικρό Ιάσωνα
Γύρεψε κάτι έξτρα αργά το απόγεμα στο Καραμπουρνάκι
όπου τον είδανε για τελευταία φορά
Αρμάτωσε μετά τη μηχανή του και γκάζωσε
προς Χαλκιδική μεριά, μόνος
και μόνος πάλι
Ατσάλι με ατσάλι ήταν εκεί που όρμησε
Αλλά κανείς δεν θα μάθει ποτέ
τι θα ένοιωσε εκείνη την ώρα
Την ιαχή ίσως που θα έβγαλε φωνάζοντας για τελευταία φορά με αηδία «Κουφάλες!»
Αυτός ο τρυφερός και συνάμα σκληροτράχηλος άνδρας…
Ούτε τη ζεστή φλέβα στο χέρι του, αυτήν όπου αγαπούσε η Φερονίκη, δε βρήκαμε…
Γύρισε ο γυιόκας του αμίλητος και πικρός όταν το΄ μαθε και πλάγιασε στη γωνιά του πατέρα του
Αμήχανοι τον κηδέψαμε
Του έβαλα κι εγώ ένα πακέτο τσιγάρα, αυτού του άκαπνου, στη μέσα τσέπη,
να κεράσει τους φίλους που τον περιμέναν
Πως και γιατί μην αρωτάς.
Φτωχαίνουν οι άνθρωποι όταν σβύνουν τα βλέμματα αυτών που πολύ αγαπήσαμε.

2 σχόλια:

elt είπε...

"Φτωχαίνουν οι άνθρωποι όταν σβύνουν τα βλέμματα αυτών που πολύ αγαπήσαμε"
.............

Γιώργος Χατζηδημητρίου είπε...

Καθόμασταν χθες μεσημεράκι με τον Χρήστο στο μπαρ του Διονύση και μ΄ αρωτάει" πότε γίνηκε αυτό ρε Γιώργο;".
Σαββατοκύριακο του απαντώ κι εγώ...Σαν σήμερα...