Την πρόδωσαν οι μώλωπες.
-Τι έπαθες μωρ' Αντιγόνη; τη ρώτησε ο -εξ Ηπείρου- πατριώτης της.
-Τι να 'παθα η έρμη; Βούτ'ξα..
-Στη θάλασσα;
-Ποια θάλασσα ψ'χή μ'. Για την ανθοδέσμη ρίχτ'κα η δόλια..
-Στης Όλγας;
-Ποιας Όλγας μωρ' σύ; Στ' Κώστα του Πουλακίδα.
-Μπα; κουκουλώθ'κε κι αυτός;
-Όχι θα κάτσ'.
-Κι ήσουν καλεσμέν';
-Αμ πως. Τον ξέρω από τσότσο!
-Και λοιπόν;
-Να. Σκαπέτ'σε την ανθοδέσμ' η νύφ', κι νόμιζι ότ' θα πάει σι μια θκιά τ'ς. Αλλά υπουλόγιζι χωρίς την ξενουδόχα.. Ρίχτ'κα μπλουζόν σαν τον Νικοπολίδ', έρ'ξα κι καναδιό σμπροξιές.. Να πα΄ρου κι 'γω σειρά ήθελα η καψερή..
-Άιντε μωρ' Αντιγόν', κι 'γω στο γάμο σ', θα φέρνω κρασί με το καλάθ'.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου