Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2006

Από την άσπρη λέξη (ομαδοποιήσεις)

Όμιλος Ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα και στόχους (ιδίως σε επωνυμίες συλλόγων, σωματείων κ.τ.λ.). Λόγια λέξη που προέρχεται από την αρχαία ελληνική: όμιλος = συγκεντρωμένο πλήθος, πλήθος λαού, όχλος.Η λέξη σχηματίστηκε από το επίρρ. ομού (= μαζί) με την προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης -ιλος. Η παλαιότερη ετυμολόγηση από το ομού και ίλη (που με δισταγμό προτείνει, μεταξύ άλλων, ο Σταματάκος) δεν ευσταθεί.


Σμήνος - σμάρι Σύνολο από ιπτάμενα έντομα - κυρίως μέλισσες ή σφήκες - ή πουλιά/ μεταφορικά: μονάδα της πολεμικής αεροπορίας. Λέξη της αρχαίας ελληνικής (σμήνος = σίμβλος, κυψέλη, κόφινος τών μελισσων), σκοτεινής ετυμολογίας. Ο Ιω. Σταματάκος συνδέει τη λέξη με το ουσ. εσμός ή εσμός (= σμήνος μελισσών, παν πλήθος, παν τό αφθόνως καί ορμητικώς εξορμών < ιημι ή παν τό καθήμενον < έζομαι = κάθομαι). Σμάρι ονομάζεται το καινούριο σμήνος των μελισσών που εγκαταλείπει την κυψέλη με τη νέα βασίλισσα (Μ. Τριανταφυλλίδης) και, κατ' επέκταση, κάθε σμήνος εντόμων. Επίσης, μεταφορικά - και συνηθέστερα στη λογοτεχνία - ομάδα νεαρών, ζωηρή και πολύβουη.Μεσαιωνική λέξη, που σχηματίστηκε από τύπο *εσμάριον, υποκοριστικό του αρχ. εσμός.


Αγέλη Ομάδα ζώων, ιδίως άγριων, που ζουν, κινούνται ή βόσκουν μαζί, κοπάδι/ μεταφορικά και μειωτικά: πλήθος ατόμων που ενεργεί με έναν τρόπο ομαδικό και τυφλό, όπως η αγέλη των ζώων, μπουλούκι, μάζα - πβ. αγελαίος: αυτός που σχετίζεται με τον όχλο, άνθρωπος χαμηλής ποιότητας, ευτελής, ασήμαντος.Λόγια λέξη που περιλαμβάνεται στο λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής (αγέλη = άθροισμα βοών καί άλλων ζώων). Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα άγω (= οδηγώ, μεταφέρω).


Κοπάδι Ομάδα οικόσιτων, εξημερωμένων ή ακίνδυνων για τον άνθρωπο ζώων/ πλήθος πουλιών ή ψαριών, που ζουν ή μετακινούνται κατά κανόνα ομαδικά/ μεταφορικά και μειωτικά: ομάδα ανθρώπων που κινούνται όλοι μαζί με παθητικότητα που μοιάζει με αυτή των ζώων (Μ. Τριανταφυλλίδης)Μεσαιωνική λέξη (κοπάδιν ή κουπάδιν πβ. έκαμεν αληθινά σαν λύκος στο κοπάδι Διγ. Ο 2842), που προέρχεται από το ελληνιστικό ουσ. κοπάδιον (= τμήμα, τεμάχιο, κομμάτι), υποκοριστικό του αρχ. κοπή (= κτύπος, κτύπημα, κατακερματισμός εις τεμάχια < ρ. κόπτω). Προφανώς η μεσαιωνική σημασία της λέξης (= ποίμνιο, αγέλη, ομάδα ζώων) προήλθε με επέκταση από αρχική σημασία «τμήμα ποιμνίου».


1 σχόλιο:

Beekeeper είπε...

Σμήνος - σμάρι -εσμός... υπάρχει και σχετιζεται κι ο αφεσμός

Ο αφεσμός στη μελισσκομίκη γλώσσα περιγράφει ακριβώς αυτό: το σμήνος που έφυγε απο την κυψέλη.