Χαρακτηρισμοί
Τσόκαρο
Κυριολεκτικά, το ξύλινο υπόδημα (αι κρούπεζαι ή τά κρούπαλα στην αρχαία ελληνική).
Μεταφορικά, γυναίκα κακής διαγωγής, που συνήθως προέρχεται από τα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα.
Μεσαιωνική λέξη - πιθανό αντιδάνειο. Κατά τον A. Maidhof προέρχεται από το ιταλ. zoccolo, υποκοριστικό του zocco, που ετυμολογείται από το ελληνικό σύκχος (και συκχάς ή συγχίς = είδος υποδημάτων ή εμβάδων), άποψη που υιοθετεί ο Ιω. Σταματάκος και ο Ν. Ανδριώτης.
Φαταούλας
Ο αδηφάγος. Κατά το Ν. Ανδριώτη, η λέξη σχηματίστηκε από τη φράση φά(γε) τα ούλα (θεωρείται σύνθετο εξ συναρπαγής).
Τσογλάνι
Λαϊκός υβριστικός χαρακτηρισμός: άνθρωπος - κυρίως νεαρός - διεφθαρμένος, κακής διαγωγής, παλιόπαιδο, αλήτης. Τουρκικής προέλευσης λέξη: coglan = επί τουρκοκρατίας χριστιανόπαις ανήκων εις τήν ανακτορικήν υπηρεσίαν των Σουλτάνων (Ιω. Σταματάκος).
Τετραπέρατος
Άνθρωπος πανέξυπνος. Σύνθετη λέξη: τετρα- (τέσσερα) + -πέρατος/ πέρατα (< τό πέρας, -ατος = τέλος, όριο). Κατά τον Γ. Μοναχό, εκείνος που γύρισε και γνωρίζει «τα τετραπέρατα του κόσμου», τα τέσσερα πέρατα της γης (Μ. Φιλήντας), ο κοσμογυρισμένος, ο πολύπειρος - ή ο περασμένος τέσσερεις φορές από μαστίγιο.
Ιδιωματικές και λαϊκές λέξεις
Kοντραπάντο ή κοντραμπάντο
Το λαθρεμπόριο. Ιταλική λέξη (contrabbando), με λατινική καταγωγή: contra + bannum (= διάταγμα, ψήφισμα). Η λέξη καταγράφεται στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής του Εμμ. Κριαρά με τις σημασίες λαθραίο εμπόριο, λαθρεμπόριο και, μεταφορικά, τέχνασμα, απάτη: ναν του ανοίξουν και τες κασέλες του να ιδούν αν έχει μέσα κοντραμπάντα (Σουμμ., Ρεμπελ. 175), να ξεύρεις όλες τες δουλειές κι όλα τα κουντραπάντα (Γαδ. διήγ. 504). Παράγωγο: κοντραμπατζής (= λαθρέμπορος).
Διακονιάρης
Ο ζητιάνος. Ο Μ. Τριανταφυλλίδης παρατηρεί ότι η λέξη χρησιμοποιείται κατ' επέκταση για κάποιον που είναι πολύ φτωχός, προκειμένου να τονίσουμε ιδιαίτερα την εξευτελιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η λέξη είναι μεσαιωνική και σχηματίστηκε από το - επίσης μεσαιωνικό - ουσ. διακονιά, που προέρχεται από την ελληνιστική διακονία (= έργο, υπηρεσία μοναχού, διακόνου). Η αλλαγή της σημασίας (από την αρχαία υπηρεσία στην επαιτεία) οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών, των διακόνων, οι οποίοι γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν ελέη για το μοναστήρι. Η σημασία «ζητιανιά, επαιτεία» είναι ήδη μεσαιωνική (βλ. Λεξικό Εμμ. Κριαρά: αρχόντισσες . εις διακονιάν γυρίζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2337).
Γρέζι
Ανωμαλία στην επιφάνεια υλικού που έχει κοπεί.Ιταλογενής λέξη: από το επίθ. της ιταλ. greggio (= ακατέργαστος), που ανάγεται στο ουσ. της λατινικής grex (γεν. gregis = αγέλη, κοπάδι).
Βατσίνα
Το εμβόλιο κατά της ευλογιάς, ο δαμαλισμός και - κατ' επέκταση - το σημάδι που αφήνει στο δέρμα ο εμβολιασμός. Ετυμολογείται από το βενετ. vacina (ιταλ. vaccina), που ανάγεται στο λατινικό vaccinus (= βόειος, αγελαδήσιος < vacca = αγελάδα). Η συνώνυμη λέξη δαμαλισμός, που χρονολογείται από το 1826, αποτελεί μεταφραστικό δάνειο του αγγλ. vaccination, που είναι προφανές ότι συνδέεται ετυμολογικά με τη βατσίνα.
Αλαλιάζω
Ζαλίζομαι, τρελαίνομαι, χάνω το νου μου, τα λογικά μου ή - ως μεταβατικό - φέρνω κάποιον σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω κάποιον. Το ρήμα σχηματίστηκε από το επίθετο της αρχαίας άλαλος (< α- στερητ. + λαλώ = ο άνευ λαλιάς, βουβός, άναυδος) με την προσθήκη της κατάληξης -ιάζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου