Αντίο
Κατά το Λεξικόν της Πρωΐας: χαιρετιστήριος προσφώνησις αντί του «χαίρε» ή «χαίρετε». Προέρχεται από το ιταλικό addio, το οποίο σχηματίστηκε από τη φράση a dio (< λατ. deus), δηλ. «στο θεό». Κατά τον ίδιο τρόπο το βενετσιάνικο adio, το γαλλικό adieu και το ισπανικό adios.
Ίσως
Αρχαίο ελληνικό: επίρρημα του επιθ. ίσος (= εξ ίσου, καθ' όμοιον τρόπον, δικαίως, πιθανώς, κατά τά φαινόμενα).
Ενδιαφέρουσες - και δηλωτικές της καταγωγής του - οι σημασίες/χρήσεις του επιρρήματος ίσως στη μεσαιωνική ελληνική:
α) εξίσου, ομοίως (πβ. Ου πρέπει σε, καλή αδελφή, να κάθεσαι μετ' έμας, ίσως ωσάν εμάς τες δύο, όπου είμεσταν ροΐνες Χρον. Μορ.)
β) ίσια (πβ. τρέχειν ίσως ώρμησε (ενν. ο μύρμηκας) τοις ισχυροίς θηρίοις Προδρ.)
γ) πιθανόν, ενδεχομένως, μήπως (πβ. του Θεού να δεηθεί, ίσως και βοηθήσει).
Θα
Η λέξη - που μαρτυρείται ήδη από τον 15ο αι. - αποτελεί μια συντομευμένη μορφή του ρήματος θέλω ακολουθούμενου από το να (πβ. στην αγγλική τη χρήση του will για το σχηματισμό του μέλλοντα).
Ο Μ.Τριανταφυλλίδης εξηγεί την παραγωγή του από το ελληνιστικό θέλω ίνα, από το οποίο προέκυψε στη μεσαιωνική ελληνική το τριτοπρόσωπο θέλει (ως βοηθητικό ρήμα) ίνα (σε χρήση για τον περιφραστικό σχηματισμό του μέλλοντα), που εξελίχθηκε σε θέλ΄ ινα - ίσως χωρίς τόνο στη δεύτερη λέξη. Από αυτό προέκυψε το θενα (άτονο) και τέλος με σύντμηση το θα.
Ναι
Λέξη της αρχαίας ελληνικής: επίρρημα καταφάσκον, βεβαιούν ότι τι ούτως εστίν αληθώς (= τω όντι, αληθώς, πράγματι). Ήδη στον Όμηρο διαβάζουμε: ναί μά τόδε σκήπτρον, ναί δή ταυτά γε πάντα κατά μοίραν έειπες (δηλαδή: αλήθεια, όλα αυτά πράγματι τα είπες όπως πρέπει). Παράλληλος τύπος του ισχυρού βεβαιωτικού μορίου νή, που συντάσσεται με αιτιατική του προσώπου του θεού, τον οποίο επικαλείται κάποιος: νή τόν Δία (= ναι μα το Δία).
Όπως επισημαίνει ο Γ.Μπαμπινιώτης, τόσο ο τύπος ναί όσο και ο τύπος νή ανάγονται σε Ινδοευρωπαϊκό δεικτικό μόριο. Αν το ναί θεωρηθεί αρχαιότερο, τότε το νή αποτελεί φωνητική παραλλαγή της αττικής διαλέκτου. Αν το νή είναι αρχαιότερος τύπος, τότε εμφανίζει τις παραλλαγές νή, ναί, νεί.
Όχι
Μεσαιωνικό.
Κατάγεται από το αρχαίο αρνητικό επίρρημα ουχί (πβ. ου/ουκ/ουχ = όχι). Όπως έδειξε ο Γ.Χατζιδάκις, το όχι προήλθε από την αρχαία φράση εγώ ουχί (= εγώ όχι), η οποία (με υποχωρητικό σχηματισμό) έγινε εγώουχι, στη συνέχεια με αποβολή του άτονου [ου] - για αποφυγή της χασμωδίας - εγώχι και με νέα ανάλυση εγ' όχι, απ' όπου αποσπάσθηκε και αυτονομήθηκε το όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου